μουντός

μουντός
-ή, -ό (Μ μουντός, -ή, -όν)
θολός, θαμπός, σκοτεινός, σκουρόχρωμος («ο καιρός είναι μουντός σήμερα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μυνδός* «άφωνος, άλαλος», ενώ κατ' άλλη άποψη < σλαβ. monĭtŭ «σκοτεινός, θολός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μούντος — μοῡντος, ὁ (Μ) άλογο με σκούρο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μουντός με αναβιβασμό τόνου] …   Dictionary of Greek

  • μουντός — ή, ό θαμπός, όχι γυαλιστερός, σκοτεινός: Ο ουρανός σήμερα είναι μουντός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουντίζω — [μουντός] μουνταίνω, γίνομαι μουντός, σκοτεινός …   Dictionary of Greek

  • μουνταίνω — [μουντός] γίνομαι μουντός, θαμπώνω, θολώνω …   Dictionary of Greek

  • μουντώνω — [μουντός] μουνταίνω, γίνομαι μουντός …   Dictionary of Greek

  • ἀτιμοῦντος — ἀτῑμοῦντος , ἀτιμάω dishonour pres part act masc/neut gen sg (attic epic doric ionic) ἀτῑμοῦντος , ἀτιμόω dishonour pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αειδής — ἀειδής, ές (AM) 1. ο δίχως μορφή ή σχήμα, άμορφος 2. ο δίχως σωματική μορφή, ασώματος, αόρατος, άυλος μσν. 1. σκοτεινός, μουντός 2. ασήμαντος, τιποτένιος αρχ. 1. άσχημος, δύσμορφος 2. ακαθόριστος, απροσδιόριστος 3. ανεξιχνίαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ… …   Dictionary of Greek

  • αξαστέρωτος — η, ο αυτός που δεν ξαστέρωσε, συννεφιασμένος, μουντός, σκοτεινός …   Dictionary of Greek

  • μουντάδα — η [μουντός] σκοτεινότητα, θαμπάδα, θολότητα, θολούρα …   Dictionary of Greek

  • μουχρωπός — ή, ό μισοσκότεινος, θαμπός, σκούρος, μουντός («έτσι στα μουχρωπά νερά αλαργαίνουν», Καζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μουχρός + κατάλ. ωπός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”